- τρουβαδούρος
- ο, Νβλ. τροβαδούρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρουβαδούρος — ο βλ. τροβαδούρος, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροβαδούρος — (traubadour). Ποιητής του Μεσαίωνα, που συνέθετε τα ποιήματά του στη λεγόμενη γλώσσα του οκ (oc) ή προβηγκιανή γλώσσα της νότιας Γαλλίας. Ο αντίστοιχος όρος στη γλώσσα του όιλ (οïl) που ήταν η γλώσσα της βόρειας Γαλλίας, ήταν: trouvère. Με τους… … Dictionary of Greek
τροβαδούρος — τροβαδούρος, ο και τρουβαδούρος, ο (λ. γαλλ.), πλανόδιος λυρικός ποιητής των μεσαιωνικών χρόνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)